- Ινδίες
- οιβλ. Ινδία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ινδίες — Γεωγραφικός όρος, σπάνια χρησιμοποιούμενος πλέον, ο οποίος υποδηλώνει δύο μεγάλες περιοχές, πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: μία στη νοτιοανατολική Ασία, που ονομάζεται Ανατολικές Ινδίες, και μία στην Κεντρική Αμερική, που ονομάζεται Δυτικές… … Dictionary of Greek
Ανατολικές Ινδίες — Κοινή ονομασία της Ινδίας και του νησιωτικού συμπλέγματος της Σούδας, των Μολούκων και των Φιλιππίνων … Dictionary of Greek
Δυτικές Ινδίες — (West Indies). Παλαιότερη ονομασία για τις βρετανικές αποικίες των νησιών της Καραϊβικής θάλασσας. Βλ. λ. Καραϊβική· Αντίλλες … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
Γκάμα, Βάσκο ντα- — (Vasco da Gama, Σίνες, Μπάιχο Αλεντέζο 1469; – Κοτσίν, Ινδία 1524). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά από νεαρή ηλικία ακολούθησε σταδιοδρομία ναυτικού. Πήρε μέρος σε μερικές πορτογαλικές εξερευνητικές αποστολές κατά … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek
Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων … Dictionary of Greek
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek